βυτιοφόρο

βυτιοφόρο
το
όχημα εφοδιασμένο με βυτίο για τη μεταφορά υγρών καυσίμων ή λυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυτίο + -φορο < φέρω. Η λ. βυτιοφόρος μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βυτιοφόρο — το όχημα πάνω στο οποίο είναι προσαρμοσμένο βυτίο: Το πετρέλαιο διανέμεται στα σπίτια από ένα βυτιοφόρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”